- κωμειδύλλιο(ν)
- το театр, водевиль
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωμειδύλλιο — Είδος ελληνικής μουσικής κωμωδίας με ηθογραφικό περιεχόμενο, που ενθουσίασε τη γενιά του τέλους του 19ου αι. Η δημιουργία του κ. εμφανίστηκε στο πλαίσιο της ανανέωσης της ελληνικής λογοτεχνίας, που συντελέστηκε με τη γενιά του 1880 και την… … Dictionary of Greek
κωμειδύλλιο — το είδος κωμωδίας που έχει ειδυλλιακή υπόθεση και τραγούδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… … Dictionary of Greek
Παντόπουλος, Ευάγγελος — (Αθήνα 1860 – 1913). Έλληνας ηθοποιός. Η πλούσια καλλιτεχνική του φύση και το πάθος του για το θέατρο εκδηλώθηκαν από την παιδική του ηλικία· εγκατέλειψε το γυμνάσιο και παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στο Πολυτεχνείο και φωνητικής μουσικής στο … Dictionary of Greek
Komidyllio — Das Komidyllio (griechisch κωμειδύλλιο, Kofferwort aus komodia κωμωδία ‚Komödie‘ und idyllio ειδύλλιο ‚Idyll, Romanze‘) ist eine griechische Form des Singspiels, die im späten 19. Jahrhundert entstand. Als eigentlicher Schöpfer der Gattung… … Deutsch Wikipedia
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek
κωμειδυλλιογράφος — ο συγγραφέας κωμειδυλλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμειδύλλιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… … Dictionary of Greek
πικ-νικ — το, Ν άκλ. γεύμα στην εξοχή με φαγητά που έχουν φέρει οι εκδρομείς έτοιμα από το σπίτι τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pique nique (< piquer «κεντώ» + nique «άχρηστο πράγμα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 σε κωμειδύλλιο τών Ν. Λάσκαρη και Γ. Πωπ] … Dictionary of Greek
Παπαϊωάννου, Γιάννης — (Αθήνα 1873 – 1931). Έλληνας ηθοποιός και θιασάρχης. Φοίτησε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, την οποία εγκατέλειψε και ανέβηκε νεότατος στη σκηνή (Σέρρες, 1892), αρχικά ως τραγουδιστής, στο κωμειδύλλιο Η λύρα του Γερονικόλα. Υποδύθηκε με επιτυχία… … Dictionary of Greek